Greek - Sinhala Dictionary
'δανειζόμενο' in other languages
Get definition of δανειζόμενο, Get synonyms of δανειζόμενο and translate.
δανειζόμενο in Tamil | δανειζόμενο in English | δανειζόμενο in Arabic | δανειζόμενο in Dutch | δανειζόμενο in French | δανειζόμενο in German | δανειζόμενο in Greek | δανειζόμενο in Hindi | δανειζόμενο in Italian | δανειζόμενο in Japanese | δανειζόμενο in Korean | δανειζόμενο in Malay | δανειζόμενο in Norwegian | δανειζόμενο in Portuguese | δανειζόμενο in Russian | δανειζόμενο in Spanish | δανειζόμενο in Swedish | δανειζόμενο in Chinese | δανειζόμενο in Indonesian | δανειζόμενο in Urdu | δανειζόμενο in Bengali | δανειζόμενο in Thai | δανειζόμενο - Greek - Sinhala Online Dictionary. Greek-Sinhala-Greek Multilingual Dictionary. Translate From Greek into Sinhala. lankadictionary.com is a free service Sinhala Meaning of δανειζόμενο from Greek.Special Thanks to all Sinhala Dictionarys including Malalasekara, Kapruka, MaduraOnline, Trilingualdictionary. Improve your language knowledge, education and move forward with lankadictionary.com.